χελώνα — η / χελώνη, ΝΜΑ, και χελύνη και αιολ. τ. χελύννα και χέλυννα Α 1. οστρακοφόρο βραδύκίνητο ερπετό (α. «πηγαίνει σαν χελώνα» β. «ὀρεσκῴοιο χελώνης», Υμν. Ερμ. γ. «αἱ θαλάττιαι χελῶναι καὶ αἱ χερσαῑαι», Αριστοτ.) 2. το όστρακο τού ζώου αυτού 3.… … Dictionary of Greek
χελῶνα — χελών mullet masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χελώνας — Χελώνᾱς , Χελώνη lip fem acc pl Χελώνᾱς , Χελώνη lip fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελώνας — χελώνᾱς , χελώνη lip fem acc pl χελώνᾱς , χελώνη lip fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλέμμυς — ο (Α κλεμμύς, ύος, ἡ) νεοελλ. ζωολ. γένος μικρών χερσόβιων ημιϋδρόβιων χελωνών τής οικογένειας emydidae αρχ. χελώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το αρχ. ινδ. kūrma «χελώνα» απλή εικασία. Η λ. αντιστοιχεί σε έναν αμάρτυρο τ. *κλωμός,… … Dictionary of Greek
μύδας — (chelonia mydas). Μεγάλη θαλάσσια χελώνα, γνωστή και ως πράσινη χελώνα. Η τελευταία αυτή ονομασία οφείλεται στο λαδί χρώμα που παίρνει το όστρακό της στα ενήλικα άτομα, ενώ στα νεαρά είναι συνήθως καστανό. Ο μ. μπορεί να φτάσει σε μήκος 1,60 μ.… … Dictionary of Greek
χέλυς — υος, η, ΝΑ νεοελλ. (λόγιος τ.) γένος μεγάλων υδρόβιων χελωνών, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας χελυΐδες αρχ. 1. η χελώνα («αἴολον ὄστρακον ἐσσί, χέλυς ὄρεσσι ζώουσα», Υμν. Ερμ.) 2. η λύρα με ηχείο από όστρακο χελώνας («ἑπτάτονον ὀρείαν χέλυν» … Dictionary of Greek
χελωνήσιος — α, ο, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χελώνα ή αυτός που προέρχεται από χελώνα (α. «χελωνήσιος λαιμός» β. «χελωνήσιο κρέας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χελώνα + κατάλ. ήσιος (πρβλ. μοσχαρ ήσιος)] … Dictionary of Greek
Ζήνων ο Ελεάτης — (5ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος. Καταγόταν από την Ελέα της Κάτω Ιταλίας. Μαθητής του Παρμενίδη, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους της Ελεατικής σχολής. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, όλη η σκέψη του Ζ. έχει κίνητρο την επιθυμία να ενισχύσει τη… … Dictionary of Greek
χελωνάκι — το υποκορ. του χελώνα μικρή χελώνα: Βρήκε μια χελώνα με το χελωνάκι της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)